διενέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διά + εν + έργο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διενέργεια θηλυκό
- η εκτέλεση, η ενέργεια, η διεξαγωγή
- η διενέργεια εκλογών είναι απαραίτητη για την επαναδιατύπωση της εμπιστοσύνης του εκλογικού σώματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διενέργεια