διευθυνσιογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διευθυνσιογράφος αρσενικό
- πρόγραμμα καταγραφής και καταχώρισης διαφόρων στοιχείων ανθρώπων: διευθύνσεις, ονόματα, τηλέφωνα κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διευθυνσιογράφος
|