δράπανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δράπανο | τα | δράπανα |
γενική | του | δράπανου & δραπάνου |
των | δράπανων & δραπάνων |
αιτιατική | το | δράπανο | τα | δράπανα |
κλητική | δράπανο | δράπανα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δράπανο < αρχαία ελληνική δράπανον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δράπανο ουδέτερο
- (εργαλείο) είδος φορητού εργαλείου περιστροφικής μηχανικής κίνησης, στο οποίο προσαρμόζoνται διάφορα εξαρτήματα, όπως τρυπάνια για το τρύπημα υλικών, δίσκοι κοπής ή λείανσης, σβούρες κ.λπ. (μπορεί να είναι χειροκίνητο ή ηλεκτροκίνητο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δράπανο
- → δείτε τη λέξη δρεπάνι