δυαρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δυαρχία | οι | δυαρχίες |
γενική | της | δυαρχίας | των | δυαρχιών |
αιτιατική | τη | δυαρχία | τις | δυαρχίες |
κλητική | δυαρχία | δυαρχίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυαρχία < ελληνιστική κοινή δυαρχία < αρχαία ελληνική δύο + ἄρχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυαρχία θηλυκό
- η εξουσία που την ασκούν συγχρόνως δύο άρχοντες, δύο αρχές
- (φιλοσοφία) δυϊσμός, όταν υπάρχουν δύο θεωρητικές αρχές
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυαρχία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)