δωροεπιταγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δωροεπιταγή θηλυκό
- (νεολογισμός) δώρο με τη μορφή επιταγής για μελλοντικές αγορές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δωροεπιταγή
|