εγχυτρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγχυτρισμός < αρχαία ελληνική ἐγχυτρίζω + -μός < ἐν + χύτρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εγχυτρισμός αρσενικό
- (αρχαιολογία) ταφή (συνήθως παιδιού) μέσα σε αγγείο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγχυτρισμός
|