εθνοαρχαιολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εθνοαρχαιολογία οι εθνοαρχαιολογίες
      γενική της εθνοαρχαιολογίας των εθνοαρχαιολογιών
    αιτιατική την εθνοαρχαιολογία τις εθνοαρχαιολογίες
     κλητική εθνοαρχαιολογία εθνοαρχαιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εθνοαρχαιολογία < εθνο- + αρχαιολογία, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ethnoarchaeology• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.θno.aɾ.çe.o.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐θνο‐αρ‐χαι‐ο‐λο‐γί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εθνοαρχαιολογία θηλυκό

  • (αρχαιολογία) επιστημονικός κλάδος ο οποίος πραγματοποιεί εθνογραφικές μελέτες για αρχαιολογικούς σκοπούς
    ※  Από τη δεκαετία του 1970 οι θεωρητικοί προβληματισμοί για την αρχαιολογική ερμηνεία εντάθηκαν και η Εθνοαρχαιολογία είχε αρχίσει να εμπλουτίζει τη θεωρία της με νέες αναζητήσεις, γεγονός που αντικατοπτρίζεται ακόμη και στους διαφορετικούς ορισμούς που έχουν διατυπωθεί.
    Έφη Ψιλάκη, Ο κόσμος της πέτρας, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών, 2010, σελ. 231

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • εθνοαρχαιολογία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)