εκλεκτικιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκλεκτικιστής < εκλεκτικισμός + -ιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική eclecticism + -ισμός < eclectic < αρχαία ελληνική ἐκλεκτικοί, πληθυντικός αριθμός του ἐκλεκτικός < ἐκλέγω < λέγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκλεκτικιστής αρσενικό (θηλυκό: εκλεκτικίστρια)
- που ακολουθεί τον εκλεκτικισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκλεκτικιστής