εκρόφηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκρόφηση | οι | εκροφήσεις |
γενική | της | εκρόφησης* | των | εκροφήσεων |
αιτιατική | την | εκρόφηση | τις | εκροφήσεις |
κλητική | εκρόφηση | εκροφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκροφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκρόφηση < εκροφώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική désorption)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
(η) εκρόφηση θηλυκό
- (χημεία) η απελευθέρωση μίας απορροφημένης ουσίας από μία επιφάνεια
- η απελευθέρωση απορροφημένων ουσιών από επιφάνεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)