εκσπλαχνισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
εκσπλαχνισμός < εκ- + σπλάχνα + -ισμός
Προφορά[επεξεργασία]
/?/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκσπλαχνισμός (el) αρσενικό
- μαχαιριά στην κοιλιακή χώρα