εκχύλιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκχύλιση | οι | εκχυλίσεις |
γενική | της | εκχύλισης* | των | εκχυλίσεων |
αιτιατική | την | εκχύλιση | τις | εκχυλίσεις |
κλητική | εκχύλιση | εκχυλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκχυλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκχύλιση θηλυκό
- (χημεία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκχυλίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκχύλιση
|