ελαστικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ελαστικό | τα | ελαστικά |
γενική | του | ελαστικού | των | ελαστικών |
αιτιατική | το | ελαστικό | τα | ελαστικά |
κλητική | ελαστικό | ελαστικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελαστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ελαστικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.la.stiˈko/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελαστικό ουδέτερο
- (τεχνητό ή φυσικό) καουτσούκ, κόμμι
- το λάστιχο που περιβάλλει τους τροχούς ενός αυτοκινήτου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ελαστικό