εμβρυωρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμβρυωρία θηλυκό
- (νομικός όρος) το νομικό καθήκον και οι αρμοδιότητες ενός εμβρυωρού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμβρυωρία
|