εμπαίκτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμπαίκτρια θηλυκό
- αυτή που αρέσκεται να εμπαίζει τους άλλους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπαίκτρια