ενημερότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενημερότητα θηλυκό
- η ιδιότητα (ή κατάσταση) του ενήμερου
- ενημερότητα λογισμικού
- ενημερότητα λεξικού
- επίσημο έγγραφο με το οποίο η εκδότρια υπηρεσία πιστοποιεί πώς ένα συγκεκριμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν έχει φορολογικές ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις
- φορολογική ενημερότητα
- ασφαλιστική ενημερότητα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενημερότητα
|