εντερίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εντερίτιδα οι εντερίτιδες
      γενική της εντερίτιδας των εντερίτιδων
    αιτιατική την εντερίτιδα τις εντερίτιδες
     κλητική εντερίτιδα εντερίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εντερίτιδα < (καθαρεύουσα) ἐντερίτις < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινικά enteritis < αρχαία ελληνική ἔντερον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εντερίτιδα θηλυκό

  • (ιατρική): φλεγμονή του βλεννογόνου των εντέρων, που μπορεί να προκαλέσει οξύ διαρροϊκό σύνδρομο.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]