εν ανάγκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εν ανάγκη < (καθαρεύουσα ) ἐν ἀνάγκῃ (δοτική ενικού του ἀνάγκη) → δείτε τις λέξεις εν και ανάγκη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

εν ανάγκη

  • (λόγιο) στη δύσκολη στιγμή, σε περίπτωση ανάγκης, αν είναι απαραίτητο και χρειαστεί.
    ※  Άφησε να εννοηθεί ότι δεν θα εμποδίσει τον κόσμο να ψηφίσει αν δει ότι υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθούν σοβαρά επεισόδια, πηγαίνοντας εν ανάγκη κόντρα στη σχετική δικαστική εντολή. (* Εφημερίδα των Συντακτών)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]