εξηκονταρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξηκονταρχία θηλυκό
- (παρωχημένο) υποδιαίρεση του σώματος της τελωνοφυλακής
- ※ Ἡ τελωνοφυλακὴ διαιρεῖται εἰς ἓξ ἑξηκονταρχίας, ἑκάστη τῶν ὁποίων διοικεῖται ὑφ’ ἑνὸς ἑξηκοντάρχου. (Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 56, 1861)
- ※ Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης. / Την Κυριακή θ’ ακούσουμε την μπάντα. / Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης, / πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα. (Κώστας Καρυωτάκης, Πρέβεζα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξηκονταρχία
|