εξτερναλισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξτερναλισμός οι εξτερναλισμοί
      γενική του εξτερναλισμού των εξτερναλισμών
    αιτιατική τον εξτερναλισμό τους εξτερναλισμούς
     κλητική εξτερναλισμέ εξτερναλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξτερναλισμός < αγγλική externalism

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξτερναλισμός αρσενικό

  • (φιλοσοφία) η άποψη ότι το περιεχόμενο μιας νοητικής κατάστασης δεν καθορίζεται μόνο από ότι βρίσκεται μέσα στο κεφάλι αυτού που τη σκέφτεται, αλλά από αυτό στο οποίο η νοητική κατάσταση αναφέρεται, δηλαδή εξαρτάται και από εξωτερικούς παράγοντες

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]