επίστρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίστρωμα τα επιστρώματα
      γενική του επιστρώματος των επιστρωμάτων
    αιτιατική το επίστρωμα τα επιστρώματα
     κλητική επίστρωμα επιστρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επίστρωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επίστρωμα ουδέτερο

  1. άνω στρώση
  2. ύφασμα που προστατεύει το στρώμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]