επανασυμπίεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επανασυμπίεση | οι | επανασυμπιέσεις |
γενική | της | επανασυμπίεσης* | των | επανασυμπιέσεων |
αιτιατική | την | επανασυμπίεση | τις | επανασυμπιέσεις |
κλητική | επανασυμπίεση | επανασυμπιέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανασυμπιέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pa.na.simˈpi.e.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐να‐συ‐μπί‐ε‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επανασυμπίεση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επανασυμπίεση
|