επικαρπώτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικαρπώτρια < επικαρπωτής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επικαρπώτρια θηλυκό
- θηλυκό του επικαρπωτής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επικαρπώτρια
|