επιφυτία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιφυτία οι επιφυτίες
      γενική της επιφυτίας των επιφυτιών
    αιτιατική την επιφυτία τις επιφυτίες
     κλητική επιφυτία επιφυτίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιφυτία < επί + φυτό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιφυτία θηλυκό

  • (βοτανική): οποιαδήποτε ασθένεια των φυτών που προκαλείται από μικροοργανισμούς.

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • πρόκειται για γενική προσβολή του φυτού όπου και σχετικά γρήγορα μαραίνεται, χαρακτηριστική η περίπτωση σε φοίνικες.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]