επιχορήγηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιχορήγηση οι επιχορηγήσεις
      γενική της επιχορήγησης* των επιχορηγήσεων
    αιτιατική την επιχορήγηση τις επιχορηγήσεις
     κλητική επιχορήγηση επιχορηγήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιχορηγήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιχορήγηση < επιχορηγώ + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιχορήγηση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]