ερμηνευτική δήλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερμηνευτική δήλωση → δείτε τις λέξεις ερμηνευτικός και δήλωση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ερμηνευτική δήλωση θηλυκό
- (νομικός όρος) δήλωση που γίνεται από έναν θεσμό, ένα κράτος ή μια διεθνή οντότητα, με την οποίο επιδιώκεται η αποσαφήνιση μιας έννοιας στο πλαίσιο ενός νόμου, μιας συνθήκης κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερμηνευτική δήλωση