ερμηνευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερμηνευτικός < ερμηνεύω
Επίθετο[επεξεργασία]
ερμηνευτικός -ή -ό
- που δίνει μια ερμηνεία, που βοηθά στην κατανόηση μιας έννοιας, ενός κειμένου κλπ
- ερμηνευτικά σχόλια στην Ιλιάδα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερμηνευτικός