νομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νομικός | η | νομική | το | νομικό |
γενική | του | νομικού | της | νομικής | του | νομικού |
αιτιατική | τον | νομικό | τη | νομική | το | νομικό |
κλητική | νομικέ | νομική | νομικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νομικοί | οι | νομικές | τα | νομικά |
γενική | των | νομικών | των | νομικών | των | νομικών |
αιτιατική | τους | νομικούς | τις | νομικές | τα | νομικά |
κλητική | νομικοί | νομικές | νομικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]νομικός , -ή , -ό
- που αναφέρεται ή ανήκει στους νόμους ή στους ασχολούμενους με αυτούς
- νομική επιστήμη, νομικό προηγούμενο, νομικός κόσμος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] που αναφέρεται στους νόμους
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νομικός | οι | νομικοί |
γενική | του | νομικού | των | νομικών |
αιτιατική | τον | νομικό | τους | νομικούς |
κλητική | νομικέ | νομικοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νομικός αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)