ευελιξία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευελιξία οι ευελιξίες
      γενική της ευελιξίας των ευελιξιών
    αιτιατική την ευελιξία τις ευελιξίες
     κλητική ευελιξία ευελιξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευελιξία < ευέλικ(τος) + -σία > κ-σία > -ξία[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ve.liˈksi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ευελιξία θηλυκό

  • η ικανότητα να ελίσσεσαι
  • η ικανότητα να κάνεις αμέσως τις απαραίτητες αλλαγές ώστε να ανταποκρίνεσαι συνεχώς σε μεταβαλλόμενες ανάγκες

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]