ευρωπαϊστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευρωπαϊστής < ευρωπαϊσμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευρωπαϊστής αρσενικό
- ο οπαδός του ευρωπαϊσμού, που θεωρεί ότι η Ευρώπη αποτελεί πολιτισμικό πρότυπο, που θεωρεί την πολιτική της Ευρώπης ως σύνολο θετική για τα εθνικά του συμφέροντα, που επιδιώκει την ένωση των ευρωπαϊκών κρατών
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- φιλοευρωπαίος (δεν είναι πάντα συνώνυμο)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευρωπαϊστής