εφαρμοστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφαρμοστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εφαρμοστής αρσενικό
- (επάγγελμα) επαγγελματίας που συναρμολογεί μηχανές ή τμήματα αυτών
- δούλεψε πολλά χρόνια σαν εφαρμοστής προπελών στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εφαρμοστής