ζεμπίλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζεμπίλι τα ζεμπίλια
      γενική του ζεμπιλιού των ζεμπιλιών
    αιτιατική το ζεμπίλι τα ζεμπίλια
     κλητική ζεμπίλι ζεμπίλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζεμπίλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική zembil < περσική زنبیل (zambīl)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζεμπίλι ουδέτερο

  1. ο μεγάλος σάκος από ψάθα, χοντρό ύφασμα, δέρμα ή ελαστικό υλικό (καουτσούκ) με μεγάλο στόμιο και δύο χειρολαβές, που χρησιμεύει για την πρόχειρη μεταφορά οικοδομικών υλικών, καυσόξυλων κ.λπ.
    ※  Έφαγαν … και εσήκωσαν τα κομμάτια οπού επερίσσευαν επτά ζεμπίλια. (Μάξιμος Καλλιουπολίτης (μτφ.), Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Μάρκ. η´ 8. Γενεύη, 1638.)
  2. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) ο σάκος φορτοεκφόρτωσης χύμα ξηρού φορτίου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]