ζιμπελίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζιμπελίνα | οι | ζιμπελίνες |
γενική | της | ζιμπελίνας | — | |
αιτιατική | τη | ζιμπελίνα | τις | ζιμπελίνες |
κλητική | ζιμπελίνα | ζιμπελίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζιμπελίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική zibeline < ιταλική zibellino
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζιμπελίνα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) σαρκοφάγο ζώο της οικογένειας των μουστελιδών με μήκος περίπου 55 εκατ. (από τα οποία το 1/3 είναι η ουρά του), που απαντάται κυρίως στη Σιβηρία και τελεί υπό εξαφάνιση αφού θηρεύεται αλόγιστα λόγω της γούνας της
- η γούνα του ζώου αυτού
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)