ζωοψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζωοψία | οι | ζωοψίες |
γενική | της | ζωοψίας | των | ζωοψιών |
αιτιατική | τη | ζωοψία | τις | ζωοψίες |
κλητική | ζωοψία | ζωοψίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζωοψία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική zoopsia < αρχαία ελληνική ζῷον + ὄψις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζωοψία θηλυκό
- (ιατρική) η ψευδαίσθηση κάποιου να βλέπει ζώα που δεν υπάρχουν, ενώ είναι υπό την επήρεια ψυχοτρόπων ή άλλων παρόμοιων ουσιών
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)