ηλιόφωτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ηλιόφωτο | τα | ηλιόφωτα |
γενική | του | ηλιόφωτου | των | ηλιόφωτων |
αιτιατική | το | ηλιόφωτο | τα | ηλιόφωτα |
κλητική | ηλιόφωτο | ηλιόφωτα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλιόφωτο ουδέτερο
- το ηλιόφως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλιόφωτο
|