ημιέκταση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ημιέκταση οι ημιεκτάσεις
      γενική της ημιέκτασης* των ημιεκτάσεων
    αιτιατική την ημιέκταση τις ημιεκτάσεις
     κλητική ημιέκταση ημιεκτάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ημιεκτάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημιέκταση < ημι- + έκταση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ημιέκταση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]