ηχομίμηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηχομίμηση οι ηχομιμήσεις
      γενική της ηχομίμησης* των ηχομιμήσεων
    αιτιατική την ηχομίμηση τις ηχομιμήσεις
     κλητική ηχομίμηση ηχομιμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηχομιμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηχομίμηση: (νεολογισμός) < ηχομιμητικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ηχομίμηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]