ηχοπραξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηχοπραξία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική echopraxia < αρχαία ελληνική ἠχώ + πρᾶξις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηχοπραξία θηλυκό
- (ψυχιατρική) ακούσια μίμηση κινήσεων που κάνουν άλλοι τριγύρω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηχοπραξία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)