θεατρινισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεατρινισμός αρσενικό
- συμπεριφορά που περιλαμβάνει έντονες και υπερβολικές κινήσεις και ενέργειες εντυπωσιασμού ή παραπλάνησης για την επίτευξη ενός στόχου
- ↪ ο τηλεπωλητής με κάθε λογής θεατρινισμούς προσπαθούσε να εντυπωσιάσει ώστε να πουλήσει στους θεατές το εμπόρευμά του
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεατρινισμός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- θεατρινισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας