ιδιοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιδιοποίηση | οι | ιδιοποιήσεις |
γενική | της | ιδιοποίησης* | των | ιδιοποιήσεων |
αιτιατική | την | ιδιοποίηση | τις | ιδιοποιήσεις |
κλητική | ιδιοποίηση | ιδιοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιδιοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιδιοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια του ιδιοποιούμαι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιοποίηση