ιμβερτοσάκχαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιμβερτοσάκχαρο | τα | ιμβερτοσάκχαρα |
γενική | του | ιμβερτοσάκχαρου & ιμβερτοσακχάρου |
των | ιμβερτοσάκχαρων & ιμβερτοσακχάρων |
αιτιατική | το | ιμβερτοσάκχαρο | τα | ιμβερτοσάκχαρα |
κλητική | ιμβερτοσάκχαρο | ιμβερτοσάκχαρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιμβερτοσάκχαρο ουδέτερο
- (χημεία) (τρόφιμο) γλυκόζη και φρουκτόζη που προκύπτουν από τον διαχωρισμό της σακχαρόζης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ιμβερτοποιώ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιμβερτοσάκχαρο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Τρόφιμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)