ισορροπίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισορροπίστρια < ισορροπιστής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισορροπίστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του ισορροπιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισορροπίστρια