ιστιόραμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιστιόραμμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): χοντρός σπάγκος (λιναρόσχοινο) ραφής ιστίων (πανιών)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιστιόραμμα
|