ιστοτομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιστοτομία θηλυκό
- (ιατρική) ανατομική εξέταση ιστών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιστοτομία
ιστοτομία θηλυκό