ιχθυοπαραγωγή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιχθυοπαραγωγή οι ιχθυοπαραγωγές
      γενική της ιχθυοπαραγωγής των ιχθυοπαραγωγών
    αιτιατική την ιχθυοπαραγωγή τις ιχθυοπαραγωγές
     κλητική ιχθυοπαραγωγή ιχθυοπαραγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιχθυοπαραγωγή < ιχθύς + -ο- + παραγωγή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.xθi.o.pa.ɾa.ɣoˈʝi/

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ιχθυοπαραγωγή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]