κάσσαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κάσσαρο | τα | κάσσαρα |
γενική | του | κάσσαρου | των | κάσσαρων |
αιτιατική | το | κάσσαρο | τα | κάσσαρα |
κλητική | κάσσαρο | κάσσαρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάσσαρο ουδέτερο
- μη απλοποιημένη γραφή του κάσαρο