κάσσια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάσσια | οι | κάσσιες |
γενική | της | κάσσιας | των | κασσιών |
αιτιατική | την | κάσσια | τις | κάσσιες |
κλητική | κάσσια | κάσσιες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάσσια < (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία Cassia (ταξινομικό γένος) < λατινική cassia (κανέλα ή μαντζουράνα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάσσια θηλυκό
- (φυτό) αειθαλές νοτιοκινέζικο/νοτιοκινεζικό δέντρο του γένους Κιννάμωμον (Cinnamomum) που χρησιμοποιείται κυρίως για τον αρωματικό του φλοιό, ο οποίος χρησιμοποιείται ως καρύκευμα
- πατίνα παλαίωσης ξύλου (με σκούρο καφέ αποτέλεσμα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈka.si.a/ (ως τρισύλλαβο)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κάσ‐σι‐α
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
- Κιννάμωμον η Κασσία
- κασσικίνναμο
- διαγλωσσικοί όροι: Cinnamomum cassia
- κινεζική κασσία
- κινέζικη κανέλα
- κάσια
- κασσία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Cinnamomum cassia στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κάσσια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)