κάτσενα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάτσενα | οι | κάτσενες |
γενική | της | κάτσενας | των | κάτσενων |
αιτιατική | την | κάτσενα | τις | κάτσενες |
κλητική | κάτσενα | κάτσενες | ||
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάτσενα < (…) < σλαβικής προέλευσης коза < πρωτοσλαβική *koza (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάτσενα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) (παρωχημένο) άσπρη προβατίνα με κόκκινο πρόσωπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κάτσενα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)