κέντια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κέντια | οι | κέντιες |
γενική | της | κέντιας | των | κεντιών |
αιτιατική | την | κέντια | τις | κέντιες |
κλητική | κέντια | κέντιες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κέντια < νεολατινική kentia < αγγλική Kent ( William Saville-Kent) < λατινική Cantium < πρωτοκελτική *kantos (γωνία, άκρο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κέντια θηλυκό
- (φυτό) η χοβέα, ονομασία δύο φοινικοειδών φυτών του γένους Howea
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Kentia στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοκελτική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)