καβυλικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | καβυλικά | ||
γενική | των | καβυλικών | ||
αιτιατική | τα | καβυλικά | ||
κλητική | καβυλικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καβυλικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καβυλικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καβυλικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό