Καβύλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καβύλος | οι | Καβύλοι |
γενική | του | Καβύλου | των | Καβύλων |
αιτιατική | τον | Καβύλο | τους | Καβύλους |
κλητική | Καβύλε | Καβύλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈvi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐βύ‐λος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Καβύλος αρσενικό (θηλυκό: Καβυλία)
- μέλος νομαδικής φυλής της βόρειας Αφρικής, κυρίως στην Αλγερία
- ※ Τούτος ο άνδρας ήταν λοιπόν Καβύλος. Όπως τόσοι άλλοι, αναλογίστηκε ο Μιρά, έφυγε μακριά απ' τη μιζέρια και τη δυναμική άνοδο των ισλαμιστών. (Ζιλ Βενσάν, Ντζεμπέλ: Στους λόφους του Αλγερίου, (Αθήνα: Καστανιώτης, 2014) ISBN 9789600357394)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Καβύλοι στη Βικιπαίδεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Καβύλος